- Περγαμηνός
- Περγαμηνόςcitadelmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περγαμηνός — ή, ό / περγαμηνός, ή, όν, ΝΑ [Πέργαμος] 1. αυτός που προέρχεται από την Πέργαμο ή αυτός που κατασκευάζεται στην Πέργαμο 2. το θηλ. ως ουσ. η περγαμηνή βλ. περγαμηνή νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Περγαμηνός και η Περγαμηνή ο… … Dictionary of Greek
Περγαμηνά — Περγαμηνός citadel neut nom/voc/acc pl Περγαμηνά̱ , Περγαμηνός citadel fem nom/voc/acc dual Περγαμηνά̱ , Περγαμηνός citadel fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περγαμηνῶν — Περγαμηνός citadel fem gen pl Περγαμηνός citadel masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περγαμηνόν — Περγαμηνός citadel masc acc sg Περγαμηνός citadel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περγαμηναί — Περγαμηνός citadel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περγαμηνοῖς — Περγαμηνός citadel masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περγαμηνοί — Περγαμηνός citadel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περγαμηνοῦ — Περγαμηνός citadel masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περγαμηνούς — Περγαμηνός citadel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περγαμηνή — Περγαμηνός citadel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)